агитировать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

агитировать - translation to πορτογαλικά


агитировать      
fazer campanha (propaganda)
fazer agitação      
агитировать
fazer agitação      
агитировать

Ορισμός

АГИТИРОВАТЬ
1. заниматься агитацией (во 2 знач.), склонять в пользу кого-чего-нибудь.
А. за выдвинутого кандидата.
2. (разг.) убеждать в чем-нибудь, склонять к чему-нибудь.
Ты меня не агитируй, я знаю, что мне делать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για агитировать
1. - Он стал агитировать всех ребят стать чекистами.
2. Несложно догадаться, что умысла агитировать не обнаружено.
3. - Агитировать "в лоб" было нельзя, - говорит Соцков.
4. Все они будут агитировать население за объединение.
5. ЦИК будет агитировать избирателей русскими пословицами.